Από τον Ηλία Γουμάγια
Έχουν περάσει λίγα εικοσιτετράωρα από τη συναυλία του Steven Wilson στην πρωτεύουσα της Ευρώπης. Έχοντας πλέον επιστρέψει για τα καλά στην ελληνική πραγματικότητα (σε αυτό βοήθησαν οι ειδήσεις για την υποδοχή του Αγίου φωτός με τιμές αρχηγού κράτους, οι γουρούνες και η μυρωδιά από καμένο μαλλί τη βραδιά της Αναστάσεως), θα προσπαθήσω να κάνω μια μικρή αποτίμηση των όσων συνέβησαν (και όσων δε συνέβησαν) κατά τη διάρκεια αυτής της συναυλίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποφύγω τις αναφορές στη γοητευτική, διαστροφική και, εν πάση περιπτώσει, όμορφη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου.
Ο συναυλιακός χώρος βρίσκεται δίπλα στο παλιό αεροδρόμιο Tempelhoff, το πρώτο αεροδρόμιο που λειτούργησε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε μητροπολιτικό πάρκο. Περπατώντας προς το Columbiahalle και βλέποντας το κατεξοχήν ανδρικό κοινό που είχε αρχίσει να μαζεύεται από νωρίς, μπορούσε κάποιος να είναι βέβαιος ότι πρόκειται για μια progressive rock συναυλία. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έψαχναν εισιτήρια στη μαύρη αγορά, καθώς εδώ και καιρό ήταν sold out (όπως και πολλές άλλες της περιοδείας αυτής). Στιγμές δόξας και καταξίωσης για τον κύριο Wilson, κάτι που αναμφίβολα αξίζει.
Με το που μπήκα στο χώρο, πέρασα μια βόλτα από τον πάγκο με το merchandise. Οι τιμές (30 ευρώ το μπλουζάκι ενδεικτικά) με αποθάρρυναν απ’ το να επενδύσω σε οτιδήποτε, με εξαίρεση το επίσημο tourbook της περιοδείας. Πήρα τη μπυρίτσα μου και αφού εντόπισα τη θέση μου κάθισα αναπαυτικά περιμένοντας την μπάντα να βγει στη σκηνή υπό το γνωστό σε όλους βαθύ μπλε φωτισμό, τους ήχους της εισαγωγής και τα χειροκροτήματα του (σε γενικές γραμμές χλιαρού) κοινού, αποτελούμενου κατά κύριο λόγο από Γερμανούς. Από μέσα μου σκεφτόμουν αυτό ακριβώς που υποθέτετε.
Η μπάντα βγήκε στη σκηνή εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων (πρώτος ο Adam Holzmann, τελευταίος ο Wilson), οι πρώτες νότες του “Three Years Older” ακούστηκαν και με αυτό τον τρόπο γίναμε όλοι μάρτυρες της ζωντανής εκτέλεσης ολόκληρου του “Hand. Cannot. Erase” με κάποια διαλείμματα από τους προηγούμενους solo δίσκους του Steven Wilson (“Index”, ”Harmony Corine”) και τους Porcupine Tree (“Lazarus”). Στο video wall της σκηνής η πανέμορφη Karolina Grzybowska, η ηθοποιός που ενσαρκώνει την Joyce Carol Vincent, την ηρωίδα του δίσκου, φορώντας κατά κύριο λόγο μπλουζάκια των Joy Division, πρωταγωνιστούσε σε ένα φιλμ σχετικό με το concept του άλμπουμ, με πολλές αναφορές στα 80’s και σε συνδυασμό με όσα συνέβαιναν στη σκηνή το θέαμα ήταν σίγουρα απολαυστικό. Ακολούθησαν με τη σειρά το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, το “Perfect Life” (με το γνωστό video clip να παίζει παράλληλα στην οθόνη) και το γλυκανάλατο “Routine”, οπότε στη συνέχεια το επαρκώς σκοτεινό “Index” ήταν πραγματικά απαραίτητο.
Τα κομμάτια που ακούστηκαν έπειτα και πραγματικά ξεχώρισαν ήταν τα πανέμορφα “Home Invasion” και “Regret #9”, καθώς και το Crimson-ικό “Ancestral”, τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου κατά τη γνώμη μου. Ο ήχος, η σκηνική παρουσία και η παικτικότητα της μπάντας βρισκόταν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του live, αν και (κακά τα ψέμματα) το “Hand. Cannot. Erase” στο μεγαλύτερο μέρος του δε βοηθάει στο να ξεδιπλωθούν οι τεχνικές αρετές της. Τα αστειάκια του Wilson με τα υπόλοιπα μέλη κατά τη διάρκεια των κομματιών έδιναν και έπαιρναν, η μπάντα φαινόταν ότι το διασκεδάζει χωρίς αμφιβολία. Αυτός που κατά τη γνώμη μου ξεχώρισε με τη σκηνική του παρουσία ήταν ο Nick Beggs. Η μεγαλύτερή του στιγμή ήταν όταν έκανε δεύτερα φωνητικά στο “Lazarus” όπου προσπάθησε πολύ να μη φαίνεται πρόστυχος, χωρίς ακριβώς να τα καταφέρει. Λατρεμένος.
Ο Steven Wilson ήταν φυσικά το κέντρο της προσοχής, με τη γνωστή του σκηνική παρουσία που σε κάποια σημεία έβγαζε και μια θηλυπρέπεια, πιθανότατα σχετιζόμενη με το concept του “Hand. Cannot. Erase”, σε καμία περίπτωση πάντως άβολη. Προσπάθησε αρκετά να αστειευτεί με το κοινό, άλλες φορές πετυχημένα, άλλες όχι και τόσο κατά τη γνώμη μου, απολαμβάνοντας πάντως καθολική αποδοχή. Τη στιγμή που μετά το τέλος του “Lazarus” χαριτολόγησε λέγοντας πως έκανε λάθος (και καλά) στους στίχους και αντί για “follow me” τραγούδησε “marry me” και μετά το συνέδεσε με το προχωρημένο (και καλά) της ηλικίας του, ένα μικρό μούδιασμα με διαπέρασε. Ίσως είναι η πιο άβολη συναυλιακή στιγμή που έχω βιώσει μετά τις χαζομάρες του Åkerfeldt μεταξύ των κομματιών στο Club 22 το 2005 (δεν είναι τυχαίο το ότι τα βρίσκουν μεταξύ τους…). Όπως και να έχει πάντως τον αγαπάμε και το ξέρει.
Το “Hand. Cannot. Erase” τελείωσε, η στιγμή του encore έφτασε. Το γνωστό διάφανο πέπλο από το “Get All You Deserve” έπεσε μπροστά από τη σκηνή και πλέον ήταν βέβαιο ότι ο κόσμος θα απολάμβανε μόνο μεγαλειώδεις στιγμές. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο. Κάπως έτσι, οι πρώτες νότες του “The Watchmaker” έσκισαν τον αέρα, με τον υποφαινόμενο να παρακολουθεί αποσβολωμένος. Στο σημείο που ο Guthrie Govan έπαιξε το σόλο έμεινα πραγματικά άναυδος, με το σαγόνι στο πάτωμα. Και ακολούθησε το “Let’s Sleep Together”. Το μοναδικό feeling των Porcupine Tree περικύκλωσε το χώρο. Το αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό αποτύπωμα του Steven Wilson στο μουσικό χάρτη ξεδιπλωνόταν μπροστά μας, η απόλυτη απόδειξη της αναγκαιότητας για επαναδραστηριοποίηση των Porcupine Tree είχε πάρει σάρκα και οστά και η συζήτηση για την κορυφαία στιγμή της συναυλίας κάπου εκεί είχε τελειώσει.
Το τελευταίο κομμάτι της συναυλίας ήταν το “The Raven That Refused To Sing”, με τον Wilson να ερμηνεύει καθισμένος σε σκαμπό, σταυροπόδι. Ένα υπέροχο κομμάτι, που όμως αναπόφευκτα δημιουργεί παράπονα για τη μη επιλογή άλλων (το “Drive Home” λέω τώρα εγώ, ας πούμε…). Η συναυλία έκλεισε με την μπάντα να αποχωρεί χαιρετώντας το κοινό εν μέσω αποθέωσης.
Η περιοδεία του “Hand. Cannot. Erase” είναι μία από τις πιο επιτυχημένες περιοδείες των τελευταίων ετών. Η ευκαιρία να δει κάποιος τον Steven Wilson να θριαμβεύει, πλαισιωμένος από αυτούς τους εκπληκτικούς μουσικούς είναι πραγματικά μοναδική. Προσωπικά θα ήθελα να δω και τον Theo Travis στη σκηνή, έναν από τους νεότερους εκπροσώπους της θρυλικής σκηνής του Canterbury και οπωσδήποτε κάτι περισσότερο από το “The Raven…”, έναν δίσκο-ορόσημο για το progressive rock. Με αυτά τα δεδομένα, ίσως η προηγούμενη περιοδεία ήταν η καλύτερη χρονική συγκυρία για να τον δει κάποιος. Αν περνάει από δίπλα σας, είναι σίγουρα κάτι που δεν πρέπει να χάσετε. Εάν όχι, κάντε απλώς υπομονή για την επόμενη συναυλία των Porcupine Tree στην πόλη σας.
Setlist: First Regret, 3 Years Older, Hand. Cannot. Erase, Perfect Life, Routine, Index, Home Invasion, Regret #9, Lazarus (Porcupine Tree song), Harmony Korine, Ancestral, Happy Returns, Ascendant Here On…
Encore: The Watchmaker, Sleep Together (Porcupine Tree song), The Raven That Refused Τo Sing |
Κάντε το πρώτο σχόλιο